Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αποσπώ την προσοχή

См. также в других словарях:

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • αφέλκω — ἀφέλκω (Α) 1. αποσπώ, σέρνω βίαια 2. απομακρύνω ρήτορα από το βήμα 3. εκτρέπω, αποσπώ την προσοχή στρέφοντάς την αλλού 4. (δέρμα) γδέρνω 5. (για πλοία) σύρω, ρυμουλκώ 6. (για υγρά) ρουφώ 7. μέσ. βγάζω, αποσπώ, τραβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο )… …   Dictionary of Greek

  • περιέλκω — ΜΑ 1. έλκω, τραβώ κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί («περιέλκω τινὰ ὡς ἀνδράποδον», Φιλόστρ.) 2. περισπώ, αποσπώ την προσοχή («πάλαι με περιέλκεις κύκλῳ», Πλάτ.) μσν. μεταστρέφω αρχ. 1. παρατραβώ, επιμηκύνω 2. ανατρέπω επιχείρημα 3. φρ. «περιέλκειν… …   Dictionary of Greek

  • περισπώμαι — βλ. πίν. 72 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: περισπώμαι : η αρχική έννοια (→ αποσπώ την προσοχή κάποιου από την ασχολία του είναι σπάνια στην κοινή νεοελληνική (έχει επιβιώσει στο επίθ. απερίσπαστος), γι αυτό και δεν απαντάται η ενεργ. φωνή περισπώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απασχολώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια δουλειά του, τον κάνω να χάσει τον καιρό του: Με απασχόλησε δύο σχεδόν ώρες με τις υποθέσεις του. 2. βάζω σε σκέψεις: Με απασχολεί η στάση αυτή του ανιψιού μου απέναντί μου. 3. δίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… …   Dictionary of Greek

  • υποκλέπτω — ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο νεοελλ. 1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και τού πρωθυπουργού») 2. αποσπώ κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αντιπερισπώ — ἀντιπερισπῶ ( άω) (Α) 1. αναγκάζω τον εχθρό να κάνει κίνηση αντίθετη από αυτήν που σκόπευε 2. αποσπώ αλλού την προσοχή του εχθρού, ενεργώ αντιπερισπασμό …   Dictionary of Greek

  • περισχίζω — Α 1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω 2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω 3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια 4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή 5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα 6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας 7. μέσ. περισχίζομαι α) (για ποταμό) χωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»